- Βουδαπέστη
- η г. Будапешт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Βουδαπέστη — (Budapest). Πόλη και κομητεία (525 τ. χλμ., 1.775.203 κάτ. το 2001) της Ουγγαρίας, πρωτεύουσα της χώρας αλλά και της κομητείας της Πέστης (6.394 τ. χλμ., 1.080.759 κάτ., εκτός της πρωτεύουσας), στις όχθες του Δούναβη, όχι πολύ μακριά από τα… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Δούναβης — (γερμ. Donau, σλοβακ. Dunaj, ουγγρ. Duna, σερβοκροατ. και βουλγ. Dunav, ρουμ. Dunarea, ουκρ. Dunay· ο Ίστρος των αρχαίων Ελλήνων). Ποταμός (2.840 χλμ.) της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι ο δεύτερος σε μήκος της ηπείρου, μετά τον… … Dictionary of Greek
Σουράνι, Μικλός — Τσέχος διηγηματογράφος και κωμωδιογράφος (Φελσομιντζέντ 1882 Βουδαπέστη 1936). Τελειώνοντας τις νομικές του σπουδές εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βουδαπέστη και από το 1908 έως το 1918 ήταν αρχειοφύλακας της πόλης Μαραμάρος. Το 1918 ξαναγύρισε… … Dictionary of Greek
Names of European cities in different languages: B — v · d · … Wikipedia
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
Βίγκνερ, Γιουτζίν Πολ — (Eugene Paul Wigner, Βουδαπέστη 1902 – Πρίνστον, Νιου Τζέρσι 1995). Αμερικανός φυσικός, ουγγρικής καταγωγής. Σπούδασε αρχικά στη Βουδαπέστη και ύστερα στο Βερολίνο. Το 1938 έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον των ΗΠΑ. Έναν χρόνο… … Dictionary of Greek
Γώγος, Γρηγόριος — (Λέσβος 1824 ή 1828 – Βουδαπέστη 1898). Θεολόγος και λόγιος. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μετεκπαιδεύτηκε στο Στρασβούργο. Ως ιερωμένος υπηρέτησε στην Κρήτη, στη Βραΐλα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στη Βουδαπέστη. Ο Γ. ήταν… … Dictionary of Greek
Έτβες, Ρόλαντ φον- — (RolandvonEötvös, Βουδαπέστη 1848 – 1919). Ούγγρος φυσικός. Το όνομά του έχει δοθεί στις ακριβέστατες μετρήσεις της δύναμης της παγκόσμιας έλξης. Οι μετρήσεις αυτές είχαν μεγάλη σημασία, γιατί βοήθησαν να στηριχθεί σε ισχυρότατες πειραματικές… … Dictionary of Greek
Μόλναρ, Φέρεντς — (Ferenc Molnar, Βουδαπέστη 1878 – Νέα Υόρκη 1952). Ούγγρος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του στη Γενεύη, επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία. Κυνηγημένος από τον ναζισμό,… … Dictionary of Greek
Παννονία — Αρχαία χώρα της κεντρικής Ευρώπης, που περιλάβαινε τμήματα των σημερινών χωρών Ουγγαρίας, Αυστρίας, πρώην Γιουγκοσλαβίας, και η οποία κατοικήθηκε από πολεμικό λαό ιλλυρικής καταγωγής. Τον 1o αι. π.Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και αποτέλεσε… … Dictionary of Greek